κατάσκευος

κατάσκευος
κατάσκευ-ος, ον,
A furnished, οἶκος dub.l.in IG12(3).185 ([place name] Astypalaea).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατάσκευος — κατάσκευος, ον (Α) φρ. «κατάσκευος οἶκος» σπίτι με όλα τα απαραίτητα έπιπλα και σκεύη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκευος (< σκεῦος), πρβλ. α παρά σκευος, έν σκευος] …   Dictionary of Greek

  • ξυλοκατάσκευος — ξυλοκατάσκευος, ον (Μ) ξυλοκατασκεύαστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + κατάσκευος*] …   Dictionary of Greek

  • φιλοκατάσκευος — ον, Α αυτός που τού αρέσει να επιμελείται ιδιαίτερα την τεχνική δομή τού λόγου, που επιδιώκει το επιμελημένο ύφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κατάσκευος (< κατασκευή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”